- ευμάρεια
- η (Α εὐμάρεια και εὐμαρία) [ευμαρής]νεοελλ.αφθονία υλικών μέσων, ευπορία, άνετη ζωή, υλική ευημερίααρχ.1. ευχέρεια, ευκολία στο να κάνει κάποιος κάτι («ἐζήτησε... τόκοισιν εὐμάρειαν», Ευρ.)2. ευκολία στην κίνηση, ευκινησία, δεξιότητα, επιτηδειότητα3. (για εσωτερική κατάσταση) καλή κατάσταση, άνεση, ανάπαυση, ανακούφιση («εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ», Σοφ.)4. φρ. α) «εὐμαρείῃ χρᾱσθαι»(κατ' ευφ.) το να αφοδεύει, να αποπατεί κανείς (Ηρόδ.)β) «εὐμάρειαν παρασκεύαζειν» — το να παρασκευάζει κανείς εύκολα ή με πρόχειρα μέσα (Πλάτ.)γ) «εὐμάρειά ἐστι» — είναι εύκολο να...δ) «δι' ευμαρείας» — εύκολα (Λουκιαν.)ε) «μετὰ πάσης εὐμαρείας» — με κάθε ευκολίαστ) «κατὰ πολλὴν εὐμάρειαν» — με πολλή ευκολία, με αφθονία5. αφθονία («εὐμάρεια τούτου», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.